σιτικώς

σιτικώς
Α
επίρρ. βλ. σιτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σιτικῶς — σῑτικῶς , σιτικός of wheat adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτικός — ή, όν, Α [σῑτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίτο (α. «oἱ σιτικοὶ καρποί», Αριστοτ. β. «περὶ σιτικῆς ἐξαγωγῆς», Πολ. γ. «σιτικαὶ πρόσοδοι», επιγρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιτικόν ο σίτος. επίρρ... σιτικῶς Α όπως ο σίτος, με τον τρόπο που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”